αίμα


αίμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

gjak

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αίμα τα αίματα
γενική του αίματος των αιμάτων
αιτιατική το αίμα τα αίματα
κλητική αίμα αίματα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *