αλεύρι


αλεύρι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

miell

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αλεύρι τα αλεύρια
γενική του αλευριού των αλευριών
αιτιατική το αλεύρι τα αλεύρια
κλητική αλεύρι αλεύρια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *