ανασκόπηση


ανασκόπηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rishikim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανασκόπηση οι ανασκοπήσεις
γενική της ανασκόπησης / ανασκοπήσεως των ανασκοπήσεων
αιτιατική την ανασκόπηση τις ανασκοπήσεις
κλητική ανασκόπηση ανασκοπήσεις

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *