αντίκα


αντίκα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

antikë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντίκα οι αντίκες
γενική της αντίκας των αντικών
αιτιατική την αντίκα τις αντίκες
κλητική αντίκα αντίκες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *