αντσούγια


αντσούγια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

lloj sardeleje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αντσούγια οι αντσούγιες
γενική της αντσούγιας
αιτιατική την αντσούγια τις αντσούγιες
κλητική αντσούγια αντσούγιες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *