αργία


αργία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

festë
pushim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αργία οι αργίες
γενική της αργίας των αργιών
αιτιατική την αργία τις αργίες
κλητική αργία αργίες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *