αστυνομικίνα Posted on 15th April 2016 by Luka — Leave a reply αστυνομικίνα https://fjalor.shqipopedia.org/wp-content/uploads/gr/audio/αστυνομικίνα.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) police ενικός πληθυντικός ονομαστική η αστυνομικίνα οι αστυνομικίνες γενική της αστυνομικίνας των αστυνομικίνων αιτιατική την αστυνομικίνα τις αστυνομικίνες κλητική αστυνομικίνα αστυνομικίνες