βαμβάκι


βαμβάκι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

pambuk

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βαμβάκι τα βαμβάκια
γενική του βαμβακιού των βαμβακιών
αιτιατική το βαμβάκι τα βαμβάκια
κλητική βαμβάκι βαμβάκια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *