βραχιόλι


βραχιόλι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

byzylyk

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βραχιόλι τα βραχιόλια
γενική του βραχιολιού των βραχιολιών
αιτιατική το βραχιόλι τα βραχιόλια
κλητική βραχιόλι βραχιόλια

One Reply to “βραχιόλι”

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *