φυσιοθεραπευτής


φυσιοθεραπευτής

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

fizioterapist

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φυσιοθεραπευτής οι φυσιοθεραπευτές
γενική του φυσιοθεραπευτή των φυσιοθεραπευτών
αιτιατική το φυσιοθεραπευτή τους φυσιοθεραπευτές
κλητική φυσιοθεραπευτή φυσιοθεραπευτές

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *