φόρτιση


φόρτιση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

karikim
ngarkesë

tension π.χ (συναισθηματική φόρτιση – tension emocional)

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φόρτιση οι φορτίσεις
γενική της φόρτισης / φορτίσεως των φορτίσεων
αιτιατική τη φόρτιση τις φορτίσεις
κλητική φόρτιση φορτίσεις

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *