χάντρα


χάντρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
rruazë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χάντρα οι χάντρες
γενική της χάντρας των χαντρών
αιτιατική τη χάντρα τις χάντρες
κλητική χάντρα χάντρες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *