χειροπέδες


χειροπέδες

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
pranga

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χειροπέδη οι χειροπέδες
γενική της χειροπέδης των χειροπεδών
αιτιατική τη χειροπέδη τις χειροπέδες
κλητική χειροπέδη χειροπέδες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *