χελώνα


χελώνα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
breshkë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χελώνα οι χελώνες
γενική της χελώνας των χελωνών
αιτιατική το(ν) χελώνα τους χελώνες
κλητική χελώνα χελώνες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *