χημεία


χημεία

(ουσιαστικό θηλυκό – emër. gjin. fem.)
kimi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χημεία οι χημείες
γενική της χημείας των χημείων
αιτιατική τη χημεία τις χημείες
κλητική χημεία χημείες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *