χολόλιθος


χολόλιθος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

gur tëmthi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χολόλιθος οι χολόλιθοι
γενική του χολολίθου & χολόλιθου των χολολίθων & χολόλιθων
αιτιατική το(ν) χολόλιθο τους χολολίθους & χολόλιθους
κλητική χολόλιθε χολόλιθοι

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *