χταπόδι


χταπόδι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

oktapod

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χταπόδι τα χταπόδια
γενική του χταποδιού των χταποδιών
αιτιατική το χταπόδι τα χταπόδια
κλητική χταπόδι χταπόδια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *