χώμα


χώμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

tokë
dhè

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χώμα τα χώματα
γενική του χώματος των χωμάτων
αιτιατική το χώμα τα χώματα
κλητική χώμα χώματα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *