άγαλμα


άγαλμα

statujë

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική το άγαλμα τα αγάλματα
Γενική του αγάλματος των αγαλμάτων
Αιτιατική το άγαλμα τα αγάλματα
Κλητική άγαλμα αγάλματα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *