χάρτης


χάρτης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)
hartë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χάρτης οι χάρτες
γενική του χάρτη των χαρτών
αιτιατική το(ν) χάρτη τους χάρτες
κλητική χάρτη χάρτες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *