χέρι


χέρι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
dorë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χέρι τα χέρια
γενική του χεριού των χεριών
αιτιατική το χέρι τα χέρια
κλητική χέρι χέρια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *