( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
kuti kartoni
| ενικός | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | το χαρτοκιβώτιο | τα χαρτοκιβώτια | 
| γενική | του χαρτοκιβωτίου & χαρτοκιβώτιου | των χαρτοκιβωτίων & χαρτοκιβώτιων | 
| αιτιατική | το χαρτοκιβώτιο | τα χαρτοκιβώτια | 
| κλητική | χαρτοκιβώτιο | χαρτοκιβώτια | 
