χλωρίνη


χλωρίνη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

klor

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χλωρίνη οι χλωρίνες
γενική της χλωρίνης των χλωρινών
αιτιατική τη χλωρίνη τις χλωρίνες
κλητική χλωρίνη χλωρίνες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *