χορευτής


χορευτής

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

kërcimtar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χορευτής οι χορευτές
γενική του χορευτή των χορευτών
αιτιατική το(ν) χορευτή των χορευτές
κλητική χορευτή χορευτές

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *