ψήσιμο


ψήσιμο

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
pjekje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ψήσιμο τα ψησίματα
γενική του ψησίματος των ψησιμάτων
αιτιατική το ψήσιμο τα ψησίματα
κλητική ψήσιμο ψησίματα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *