φαρμάκι


φαρμάκι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

helm

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φαρμάκι τα φαρμάκια
γενική του φαρμακιού των φαρμακιών
αιτιατική το φαρμάκι τα φαρμάκια
κλητική φαρμάκι φαρμάκια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *