
Άγγλος
anglez
(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)
| ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο Άγγλος | η Αγγλίδα | οι Άγγλοι | οι Αγγλίδες |
| γενική | του Άγγλου | της Αγγλίδας | των Άγγλων | των Αγγλίδων |
| αιτιατική | τον Άγγλο | την Αγγλίδα | τους Άγγλους | τις Αγγλίδες |
| κλητική | Άγγλε | Αγγλίδα | Άγγλοι | Αγγλίδες |