άθικτος


άθικτος

i paprekur
i pacënuar

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)
(επίθετο – mbiemër)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο άθικτος οι άθικτοι
Γενική του άθικτου των άθικτων
Αιτιατική τον άθικτο τους άθικτους
Κλητική άθικτε άθικτοι

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *