αβεβαιότητα


αβεβαιότητα

pasiguri

 

(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αβεβαιότητα οι αβεβαιότητες
γενική της αβεβαιότητας των αβεβαιοτήτων
αιτιατική την αβεβαιότητα τις αβεβαιότητες
κλητική αβεβαιότητα αβεβαιότητες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *