αγγελιαφόρος


αγγελιαφόρος

lajmëtar

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο αγγελιαφόρος οι αγγελιαφόροι
Γενική του αγγελιαφόρου των αγγελιαφόρων
Αιτιατική τον αγγελιαφόρο τους αγγελιαφόρους
Κλητική αγγελιαφόρε αγγελιαφόροι

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *