αθλητικός Posted on 15th April 2016 by Luka — Leave a reply αθλητικόςhttps://fjalor.shqipopedia.org/wp-content/uploads/gr/audio/αθλητικός.mp3 sportiv (αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.) (επίθετο – mbiemër) ενικός πληθυντικός Ονομαστική ο αθλητικός οι αθλητικοί Γενική του αθλητικού των αθλητικών Αιτιατική τον αθλητικό τους αθλητικούς Κλητική αθλητικέ αθλητικοί