Αιθιοπία


Αιθιοπία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

Etiopi

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η Αιθιοπία
γενική της Αιθιοπίας
αιτιατική την Αιθιοπία
κλητική Αιθιοπία

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *