φράγμα


φράγμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

digë

barrierë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φράγμα τα φράγματα
γενική του φράγματος των φραγμάτων
αιτιατική το φράγμα τα φράγματα
κλητική φράγμα φράγματα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *