φραγκοστάφυλο


φραγκοστάφυλο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kulumbri

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φραγκοστάφυλο τα φραγκοστάφυλα
γενική του φραγκοστάφυλου των φραγκοστάφυλων
αιτιατική το φραγκοστάφυλο τα φραγκοστάφυλα
κλητική φραγκοστάφυλο φραγκοστάφυλα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *