φυλακισμένος


φυλακισμένος

(επίθετο – mbiemër)

i burgosur

 

ενικός
ονομαστική φυλακισμένος φυλακισμένη φυλακισμένο
γενική φυλακισμένου φυλακισμένης φυλακισμένου
αιτιατική φυλακισμένο φυλακισμένη φυλακισμένο
κλητική φυλακισμένε φυλακισμένη φυλακισμένο
πληθυντικός
ονομαστική φυλακισμένοι φυλακισμένες φυλακισμένα
γενική φυλακισμένων φυλακισμένων φυλακισμένων
αιτιατική φυλακισμένους φυλακισμένες φυλακισμένα
κλητική φυλακισμένοι φυλακισμένες φυλακισμένα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *