φυσαρμόνικα


φυσαρμόνικα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

harmonikë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φυσαρμόνικα οι φυσαρμόνικες
γενική της φυσαρμόνικας
αιτιατική τη φυσαρμόνικα τις φυσαρμόνικες
κλητική φυσαρμόνικα φυσαρμόνικες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *