φύλακας


φύλακας

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

roje

ruajtës

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φύλακας οι φύλακες
γενική του φύλακα των φυλάκων
αιτιατική το φύλακα τους φύλακες
κλητική φύλακα φύλακες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *