χαλαρός


χαλαρός

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

i lirë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χαλαρός οι χαλαροί
γενική του χαλαρού των χαλαρών
αιτιατική τον χαλαρό τους χαλαρούς
κλητική χαλαρέ χαλαροί

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *