χαλκός


χαλκός


(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

bakër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χαλκός οι χαλκοί
γενική του χαλκού των χαλκών
αιτιατική τον χαλκό τους χαλκούς
κλητική χαλκέ χαλκοί

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *