χαμόγελο


χαμόγελο

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
buzëqeshje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαμόγελο τα χαμόγελα
γενική του χαμόγελου των χαμόγελων
αιτιατική το χαμόγελο τα χαμόγελα
κλητική χαμόγελο χαμόγελα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *