χαμόδεντρο


χαμόδεντρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)
shkurre

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χαμόδεντρο τα χαμόδεντρα
γενική του χαμόδεντρου των χαμόδεντρων
αιτιατική το χαμόδεντρο τα χαμόδεντρα
κλητική χαμόδεντρο χαμόδεντρα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *