χαρά Posted on 15th April 2016 by Luka — Leave a reply χαρά https://fjalor.shqipopedia.org/wp-content/uploads/gr/audio/χαρά.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) hare gëzim ενικός πληθυντικός ονομαστική η χαρά οι χαρές γενική της χαράς των χαρών αιτιατική τη χαρά τις χαρές κλητική χαρά χαρές