χειραποσκευή


χειραποσκευή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
bagazh dore

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χειραποσκευή οι χειραποσκευές
γενική της χειραποσκευής των χειλέων
αιτιατική τη χειραποσκευή τις χειραποσκευές
κλητική χειραποσκευή χειραποσκευές

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *