χιλιόμετρο


χιλιόμετρο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kilometër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χιλιόμετρο τα χιλιόμετρα
γενική του χιλιομέτρου των χιλιομέτρων
αιτιατική το χιλιόμετρο τα χιλιόμετρα
κλητική χιλιόμετρο χιλιόμετρα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *