χιμπαντζής


χιμπαντζής

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

shimpanze

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χιμπαντζής οι χιμπαντζήδες
γενική του χιμπαντζή των χιμπαντζήδων
αιτιατική το(ν) χιμπαντζή τους χιμπαντζήδες
κλητική χιμπαντζή χιμπαντζήδες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *