χιόνι


χιόνι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

borë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χιόνι τα χιόνια
γενική του χιονιού των χιονιών
αιτιατική το χιόνι τα χιόνια
κλητική χιόνι χιόνια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *