χορηγός


χορηγός

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

sponsor

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χορηγός οι χορηγοί
γενική του χορηγού των χορηγών
αιτιατική το(ν) χορηγό τους χορηγούς
κλητική χορηγέ χορηγοί

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *