χορηγός Posted on 15th April 2016 by Luka — Leave a reply χορηγός https://fjalor.shqipopedia.org/wp-content/uploads/gr/audio/χορηγός.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) sponsor ενικός πληθυντικός ονομαστική ο χορηγός οι χορηγοί γενική του χορηγού των χορηγών αιτιατική το(ν) χορηγό τους χορηγούς κλητική χορηγέ χορηγοί