χρήματα


χρήματα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

para

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χρήμα τα χρήματα
γενική του χρήματος των χρημάτων
αιτιατική το χρήμα τα χρήματα
κλητική χρήμα χρήματα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *