χρήστης


χρήστης

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

përdorues

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο χρήστης οι χρήστες
γενική του χρήστη των χρηστών
αιτιατική το(ν) χρήστη τους χρήστες
κλητική χρήστη χρήστες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *