χρηματιστήριο


χρηματιστήριο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

bursë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χρηματιστήριο τα χρηματιστήρια
γενική του χρηματιστηρίου των χρηματιστηρίων
αιτιατική το χρηματιστήριο τα χρηματιστήρια
κλητική χρηματιστήριο χρηματιστήρια

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *